Μια ζωή έψαχνε. Την ζωή όμως δεν την βρήκε παντού. Ίσως ήταν εκεί που οι άνθρωποι πετούν ότι δεν τους αρέσει, εκεί που καταλήγουν τα άχρηστα, αυτά που νομίζουν πως δεν φτιάχνονται, κάτι που δεν σώνεται.
Κομμάτι κομμάτι,
σπιθαμή προς σπιθαμή,
γουλιά γουλιά,
ότι είναι λησμονημένο αναδύεται μπροστά στα μάτια, εκείνα τα άμαθα ματιά που δεν γνωρίζουν την αξία αλλά που τελικά θα την μάθουν.
Ο πάγος έλιωσε στο μικρό του χέρι.Ήταν κρύος όπως ο θάνατος του και εφήμερος όπως η ζωή του.
“Δεν κλαίμε για κάτι που τελειώνει” υπενθύμισε στον εαυτό του.”Κλαίμε μόνο για ότι αξίζει και δεν υπάρχει καμία αξία στο τέλος”.
Ακούμπησε στο ξύλο και περπάτησε λίγο ακόμα.”Είναι τόσο όμορφα αυτά που κρύβονται πίσω από εσένα”,μονολόγησε.”Επιτέλους θα σε γνωρίσω.Θα απολαύσω μια χορταστική ματιά πάνω σου,σε όλη την απέραντη έκταση της ύπαρξης σου,πριν η ψυχή μου βουτήξει στην παγωμένη λίμνη της αμνησίας και ξαναγεννηθώ σε ένα νέο σώμα.”
Έτσι,έσβησε.Τι κρίμα όταν σβήνει μια ζωή,τι σπατάλη.
«Τα δάκρυα μου είναι ένα πέλαγος και το καράβι της καρδιάς μου θα πάει στο πιο απάνεμο λιμάνι,εκει που θα μπορέσει να βρει ασφάλεια,αγάπη και συντροφιά.Γίνε ο φάρος μου,ο σηματοδότης μου γιατί έχω περιπλανηθεί πολύ και το σκοτάδι πλησιάζει.»
Μιας που κάνει κρύο καλή ειναι η κουβερτούλα.Και τι θέλουμε να είμαστε ευτυχισμένοι;Μια γωνιά του κόσμου,ένα μαλακό μέρος να φωλιάσουμε ,μια ζεστή κουβέρτα να κουρνιάσουμε.Ισως μιά κούπα με ζεστό γάλα ή καφέ να μας χαλαρώσει και ένα καλό χιλιοδιαβασμένο βιβλίο για να επισκεφτούμε τους γνώριμους πια κόσμους του για ακόμα μια φορά ζώντας μαζί με τους αγαπημένους μας χαρακτήρες.Αν έχουμε και λίγη θέα απο το παράθυρό μας τον ουρανό,για να σηκώνουμε που και που το κεφάλι αναπολώντας στιγμές που μας γεμίζουν αγάπη και χαρά,είναι ακόμα καλύτερο.Ενα τραπεζάκι κοντά μας για να ακουμπάμε την ζεστή κούπα μας,ξύλινο κατα προτίμηση.Σιγά σιγά θα νυστάξουμε ειναι βέβαιο γιατί θα νοιώσουμε ασφάλεια και θαλπώρη,αγαπητοί στο μέρος μας σαν να ανήκουμε εκει.Και θα χαμογελάσουμε γιατί είμαστε ακόμα νέοι και ικανοί.Τα όνειρα της νύχτας,θα μπορέσουμε να τα πραγματοποιήσουμε την επόμενη μέρα.Στον λόγο της υπεροχης ιστορίας που διαβάζουμε,στην σιγουριά που μας δίνει το μικρό αλλά δικό μας κομμάτι σε αυτόν τον τεράστιο κόσμο.Γιατί σε εκείνη την ζεστή και ασφαλή γωνία,είμαστε θεοί και βασιλιάδες,ήρωες και ιδιοκτήτες για στιγμές που κρατάνε όσο ολόκληρος ο χρόνος.
Πάντα κυνηγάω την σκιά μου.Και πάντα χάνω εκείνο που αγαπώ πιο πολύ.Και εσύ περιμένεις να μάθεις κάτι σημαντικό,κάτι σπουδαίο κάτι που θα δώσει νόημα στην ζωή σου και θα σε κάνει να αντέξεις τα δεινά της και να προχωρήσεις παραπέρα.Μην ψάχνεις όμως κάπου λάθος να βρείς το σωστό.Μέσα σου να ψάξεις και στους δέκα ανθρώπους που γνωρίζεις να κοιτάς αν παρέμεινες ο ίδιος ή σε άλλαξαν.Γιατί το πιο σημαντικό για εμένα ειναι να είναι κάποιος σταθερός,να πατά γερά στην γη και να αγαπάει εκείνους που τον έφεραν στον κόσμο γιατι του χάρησαν το μόνο πράγμα στην ζωή που χαρίζεται και έχει αξία.Ολα τα άλλα αποκτώνται.Κανείς άλλος δεν μπορεί να σου χαρίσει τίποτα γιατί τίποτα δεν ειναι δικό του.Και πίσω απο τα καλά λόγια να κοιτάς τις προθέσεις.
Μην με ακούς όμως γιατί έχω κάνει και εγω λάθη ,έχω χάσει ανθρώπους και τον εαυτό μου πολλές φορές,αλλά ευτυχώς τον έχω ξαναβρεί άλλες τόσες.Ανθρώπους άσε να φύγουν απο την ζωή σου,η ζωή έτσι αναπνέει,την περηφάνια σου μην χάσεις ούτε την αξιοπρεπεια σου ποτέ,γιατί όποιο έθνος την έχασε χάθηκε και εκείνο,όποιος άνθρωπος την έχασε χάθηκε και εκείνος.Αγάπα και συγχώρεσε τον εαυτό σου αλλά πάντα να τον έχεις σε έλεγχο γιατί εσύ θα διδάξεις τους άλλους πως θέλεις να σου φέρονται.Αν φέρεσαι κάλπικα ,έτσι θα σου φερθούν και εκείνοι.Πάντα κυνηγάω την σκιά μου στους αμμόλοφους του εγωισμού μου. Συνέχεια →
Μέσα στο μυαλό μου θα είσαι πάντα εσύ.Αιώνες,χρόνια,μέρες,λεπτά και πολλοί χτύποι καρδιάς μακριά.Τα χρόνια σαν μικροί κόκκοι άμμου με πονάνε αγγίζοντας τα μάτια μου.Αλλά εκείνα που βλέπεις δάκρυα δεν ειναι.Είναι σκόνη απο εκείνα τα χρόνια που δεν μπορώ να ξεχάσω,είναι στάχτη απο τα γράμματα που έγραψα για εσένα χωρίς να φτάσουν ποτέ έξω απο την πόρτα σου.Είναι κρύο και παγωνιά απο όλα εκείνα τα βράδια που κοίταγα τον ωκεανό και σε σκεφτόμουν.Είναι ρυτίδες απο τα χρόνια που μας χώρισαν.Και ύστερα συλλογιέμαι, τι μπορεί να μας κάνει ο χρόνος.Μπορεί να μου μάθει να μην σε αγαπώ;Μπορεί να μου σβήσει απο το μυαλό όλα εκείνα;Κάθε φορά που αναρωτιέμαι η απάντηση που δίνω πάντα στο εαυτό μου είναι η ίδια.
Μέσα στο μυαλό μου θα είσαι πάντα εσύ.
Θα γελάσεις όταν σου πω τι έκανα όλα αυτά τα χρόνια.Και θα μου πιάσεις απαλά το μάγουλο και το χαμόγελο σου θα σβήσει όλα εκείνα τα παράπονα που αιώνες,χρόνια,μέρες,λεπτά και πολλοί χτύποι της καρδιάς μου γράφω στις σελίδες μου για εσένα. Συνέχεια →
Ας μην πιάσουμε βεβαια και κοριους.Είναι περίεργα τα πράγματα όταν δεν σταματάς λίγο για να ακούσεις την εσωτερική φωνή σου.Γιατι δεν είναι και καμμία εκκωφαντική φωνή.Πρέπει να κάνεις και λίγο ησυχία για να την ακούσεις.Και πρέπει να το κάνεις που και που.Από όλες τις φωνές που ακούς μέσω φίλων και γνωστών,η μόνη που θέλει πραγματικά το καλό σου είναι η εσωτερική σου φωνή.Και σήμερα το μόνο που δεν είναι εύκολο είναι να ακούς ακριβώς αυτή την φωνή.
Δεν με νοιάζει που είσαι,εγώ για παράδειγμα θα μπορούσα να είμαι πάνω σε ένα αστέρι,χιλιάδες έτη μακριά σου.Η αγάπη μου μπορεί να μην μπορούσε να φωνάξει τόσο δυνατά ώστε να την ακούσεις,να είναι πρακτικά αδύνατο να σε αγκαλιάσει.Όμως δεν παύει να υπάρχει και γνωρίζοντας οτι τόσο ο χρόνος όσο και η απόσταση είναι κάτι σχετικό θα μπορούσα κάλλιστα να ήμουν η μόνη πραγματική αγάπη που έχεις.Σε αυτό το μέρος το σχετικά έρημο και σχεδόν άγονο υπάρχει ένας και μοναδικός λόφος δίπλα από το απλό σπίτι μου όπου εκεί μου αρέσει να βάζω την κεραία της τηλεόρασης μου(έχει καλό σήμα).Τις βραδιές λοιπόν, γιατί έχω και εγώ ήλιο αν και τελευταία τον βλέπω να μεγαλώνει επικίνδυνα και τα απογεύματα καίει περισσότερο από ότι παλιότερα, που κάποια νέφη γαλαξιών δεν καλύπτουν το κομμάτι του ουρανού που βρίσκεσαι,σε ακούω να βαρυγκομας και να παραπονιέσαι. Συνέχεια →
Η Λάμια ήταν μια όμορφη κοπέλα από τη Λιβύη. Δυστυχώς ο Δίας την επιθύμησε και ενώθηκε μαζί της. Κάθε φορά που έφερνε στον κόσμο ένα παιδί, η Ήρα η γυναίκα του Δία φρόντιζε να το εξολοθρεύει. Έτσι η Λάμια απελπίστηκε και πήγε και κρύφτηκε σε μια έρημη σπηλιά… η απόγνωσή της μετατράπηκε με τον χρόνο σε άκρατη ζήλεια και πήγαινε στις πιο ευτυχισμένες από αυτή μάνες και καταβρόχθιζε τα παιδιά τους. Η Ήρα όμως την καταράστηκε και να μην έχει ύπνο… ο Δίας «την λυπήθηκε» και της έδωσε την ικανότητα να μπορεί να βγάζει τα μάτια της και να ξεκουράζεται όποτε ήθελε. Πολλές φορές μεθυσμένη η Λάμια ακουμπούσε τα μάτια της σε ένα δοχείο στο πλάι και κοιμόταν.Τότε δεν είχαν κάτι να φοβηθούν οι πιο ευτυχισμένες μάνες… άλλοτε όμως περιπλανιόταν άυπνη μερόνυχτα και κυνηγούσε τα παιδιά.Συνέχεια →
Μια φορά εδώ ήταν αλλιώς.Τα ξασπρισμένα σεντόνια της άμμου ήταν πράσινο,και ο ήχος του σκληρού ανέμου ήταν γέλια.Ναι εδώ κάποτε υπήρχαν και άνθρωποι.Ζούσαν ευτυχισμένοι,φαντάζομαι,καθώς γεύονταν τις ευλογίες της ζωής που τυχαία επιλέχθηκαν.Δεν θα είχε συνεπώς τόση ησυχία.Ούτε τόση εκκωφαντική ηρεμία.Το χώμα δεν ήταν σκληρό και τα χείλια μου όχι διψασμένα.Ξέρω όμως εγώ;Κάποτε εδώ ήταν διαφορετικά.Το ξέρω το νοιώθω.Τώρα όμως είμαι εδώ παρατημένος.Δεν μπορώ να πάω και αλλού,δεν μπορώ να κουνηθώ.
Τα χρόνια με ξεγέλασαν και με προσπέρασαν.Έτρεξα όσο μπορούσα αλλά πάλι έμεινα πίσω.Πάντα γίνεται αυτό όχι μόνο για εμένα.Το μέρος αυτό μόνο βιάστηκε να προχωρήσει προς κάτι κρύο και στεγνό,παγερά αδιάφορο.Αυτή η αίσθηση του ονείρου επιστρέφει κάθε φορά που ξυπνάω.Δεν ξεθωριάζει πριν κλείσω τα μάτια μου το βράδυ.Ένα βράδυ κρύο,σιωπηλό παράξενα απόκοσμο.Κάποτε δεν ζούσα έτσι. Συνέχεια →
Μια από αυτές τις νύχτες ,μια ήσυχη ξάστερη νύχτα θα έρθω να σε κλέψω.Θα έρθω να κρατήσω το χέρι σου, να το κλείσω στις παλάμες των χεριών μου και θα σε κλέψω.Δεν με ενδιαφέρει πόσο μακριά θα είσαι,τι απόσταση θα διανύσω ή πόσο θα με πονέσουν τα πόδια μου μέχρι να έρθω εκεί.Δεν με νοιάζει ούτε ο χρόνος.Ακόμα και αν γεννήθηκες χιλιάδες χρόνια πριν από εμένα και γραφτό μας είναι ποτέ να μην σε συναντήσω.Εγώ θα έρθω να σε βρω.Θα πατήσω το πεπρωμένο, τον χρόνο την απόσταση και θα τα κάνω χίλια κομμάτια.Θα συντρίψω όποιον βρεθεί στον δρόμο μου για εσένα,όποιον προσπαθήσει να με κρατήσει μακριά σου.
Και αν πεθάνω στην πορεία θα ξαναγεννηθώ όσες φορές χρειαστεί για να έρθω στο δωμάτιο σου το βράδυ να σε πάρω στα χέρια μου και να φύγουμε μαζί.Και ας μένουμε σε διαφορετικά σημεία,χώρες, ηπείρους, πλανήτες ή γαλαξίες.Και ας μας χωρίζουν οι εποχές τα χρόνια ή οι αιώνες.Και ας είναι πεδία μαχών με στρατούς ανάμεσά μας.Εγώ ένα βράδυ θα έρθω εσένα να σε κλέψω.Να σε πάρω μακριά και να σε κάνω ευτυχισμένη.
Αγαπημένη, είναι τόσο κρύα εδώ χωρίς την παρουσία σου.Στην ζωή μου έχω βρεθεί σε πολλά μέρη σε πολλές γιορτές που όλοι έλεγαν πως είναι τα καλύτερα μέρη του κόσμου.Δεν βρήκα όμως καλύτερο και πιο ζεστό μέρος από την μικρή αγκαλιά σου.Εκεί μόνο ένοιωθα πλήρης και ευτυχισμένος, ικανός να τα βάλω με όλο τον κόσμο,με την σκέψη της ανάσας σου πάνω στο στήθος μου.Ο χρόνος πάντα σταματούσε εκείνες τις στιγμές και δεν ήθελα τίποτα άλλο εκτός από εσένα.Η ευτυχία είχε πρόσωπο ,η αγάπη είχε ζωή και ήταν μέσα στην αγκαλιά μου.Ο κόσμος είχε νόημα όσο μπορούσα να βλέπω τα μάτια σου και σε κανέναν άλλον δεν γονάτιζα παρά μόνο στην μαγεία της ύπαρξής σου.Ήσουν η αλήθεια μου,η πίστη μου και η θεά για την οποία πολεμούσα σε πεδία μάχης τόσο τρομερά και αποτρόπαια αλλά που δεν έχανα ποτέ την ελπίδα και την ανθρωπιά μου γιατί πολεμούσα για εσένα.
Πάντα όταν κάποιος ήθελε να με βρει ακολουθούσε τα ίχνη του αίματος μου που οδηγούσαν σε εσένα.Πάντα όλοι οι δρόμοι μου οδηγούσαν στα ίδια,υπέροχα μονοπάτια των γραμμών των ματιών σου.Είναι κακό στην σκέψη να ζεις για έναν υπέροχο άνθρωπο που σου θυμίζει τις καλύτερες στιγμές της ζωής σου;Τα καλύτερα τραγούδια της ζωής σου,τα ομορφότερα ξενύχτια που έκανες ποτέ,το πιο ζωντανό γέλιο στην σημαντικότερη στιγμή της ύπαρξής σου; Συνέχεια →